ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή … Dictionary of Greek
μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραχλωρομεθάνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετραχλωράνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetrachloromethane < τετρ(α) * + χλώριο + μεθάνιο (< γαλλ. methane)] … Dictionary of Greek
τετραχλωροπαράγωγο — το, Ν χημ. (γιο χημ. ένωση) παράγωγο που προκύπτει από την αντικατάσταση στο μόριο μιας ένωσης τεσσάρων ατόμων υδρογόνου από τέσσερα άτομα χλωρίου («τετραχλωροπαράγωγο τού μεθανίου» ο τετραχλωράνθρακας) … Dictionary of Greek
χλωράνθρακας — ο, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών ενώσεων τού άνθρακα με το χλώριο, όπως είναι λ.χ. ο τετραχλωράνθρακας κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorocarbon < chloro (< χλωρ[ο] *) + carbon (πρβλ. άνθρακας)] … Dictionary of Greek
διθειάνθρακας — Οργανική ένωση με τύπο CS2 που παρασκευάζεται κυρίως με την επίδραση θείου σε φυσικό αέριο. Είναι πτητικό υγρό, βαρύτερο από το νερό, με χαμηλό σημείο βρασμού και μεγάλη τοξικότητα. Με επίδραση χλωρίου σε δ., παρουσία καταλυτών, σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek