τετραχλωράνθρακας

τετραχλωράνθρακας
ο, Ν
χημ. άχρωμο, πτητικό, αλλά μη αναφλέξιμο υγρό, άκυκλη οργανική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο τού μεθανίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως διαλύτης και μέσο εκχυλίσεων, αν και τελευταία η χρήση του αυτή τείνει να εγκαταλειφθεί λόγω τού τοξικού χαρακτήρα του, αλλ. τετραχλωρομεθάνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetrachloride carbon < tetrachloride (< τετρ(α)-* + χλώριο + κατάλ. -ide τής χημ. ορολογίας) + carbon «άνθρακας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιώδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ι· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων, και έχει ατομικό αριθμό 53, ατομική μάζα 126,9 και ένα σταθερό ισότοπο 127Ι. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση με τη μορφή …   Dictionary of Greek

  • μεθάνιο — Αλειφατικός υδρογονάνθρακας, με χημικό τύπο CH4, ο οποίος αποτελεί το πρώτο μέλος της σειράς των αλκανίων ή παραφινών. Είναι ευρέως διαδεδομένο στη φύση, καθώς αποτελεί το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου, σε ποσοστό 75%, του αερίου των… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραχλωρομεθάνιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τετραχλωράνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tetrachloromethane < τετρ(α) * + χλώριο + μεθάνιο (< γαλλ. methane)] …   Dictionary of Greek

  • τετραχλωροπαράγωγο — το, Ν χημ. (γιο χημ. ένωση) παράγωγο που προκύπτει από την αντικατάσταση στο μόριο μιας ένωσης τεσσάρων ατόμων υδρογόνου από τέσσερα άτομα χλωρίου («τετραχλωροπαράγωγο τού μεθανίου» ο τετραχλωράνθρακας) …   Dictionary of Greek

  • χλωράνθρακας — ο, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών ενώσεων τού άνθρακα με το χλώριο, όπως είναι λ.χ. ο τετραχλωράνθρακας κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chlorocarbon < chloro (< χλωρ[ο] *) + carbon (πρβλ. άνθρακας)] …   Dictionary of Greek

  • διθειάνθρακας — Οργανική ένωση με τύπο CS2 που παρασκευάζεται κυρίως με την επίδραση θείου σε φυσικό αέριο. Είναι πτητικό υγρό, βαρύτερο από το νερό, με χαμηλό σημείο βρασμού και μεγάλη τοξικότητα. Με επίδραση χλωρίου σε δ., παρουσία καταλυτών, σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”